- τεσσαρακοντάστηλος
- -η, -ο, Ν(για κείμενα ή έντυπα) αυτός που καταλαμβάνει σαράντα στήλες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεσσαράκοντα + -στηλος (< στήλη). Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Δ. Ν. Βερναδάκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.